- Σαμαρίτης
- ΣαμαρίτηςSamaritanmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαμαριτῶν — Σαμαρίτης Samaritan masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμαρίταις — Σαμαρίτης Samaritan masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμαρίτην — Σαμαρίτης Samaritan masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμαρίτας — Σαμαρίτᾱς , Σαμαρίτης Samaritan masc acc pl Σαμαρίτᾱς , Σαμαρίτης Samaritan masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
самаритянин — самарянин – то же, др. русск., ст. слав. самарѩнинъ (Супр.). Из греч. Σαμαρίτης от Σαμάρεια – название города и области в Палестине … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Σαμαρείτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια] (συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑται οι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό… … Dictionary of Greek
ՍԱՄԱՐԱՑԻ — (ցիք.) NBH 2 0691 Chronological Sequence: Unknown date ՍԱՄԱՐԱՑԻ որ եւ ՇԱՄՐՏԱՑԻ. σαμαρῖτης samaritanus. Տ. ʼի բռ. յտկ. ան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)